- τετηρημένως
- τετηρημένως, genau, aufmerksam
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετηρημένως — attentively indeclform (adverb) τηρέω watch over perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετηρημένως — Α επίρρ. με προσοχή, προσεχτικά («ἐνηλλαγμένως, οὐ τετηρημένως», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. παρακμ. τετηρημένος τού τηρῶ «προσέχω, επιτηρώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek